- θείαις
- θείαone's father'sfem dat plθεί̱αις , θεῖος 1offem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θείαις — Θείη fem dat pl Θείης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
божьскыи — (16) пр. к богъ. При конкр. с.: и оуслыши(м) веселье и бл҃гу радо(с). въ оушеса б҃жьска въглашаему. (ϑείαις) ГБ XIV, 43а; Ты же присѣщаѥши на(с) свыше о б҃жьска˫а и ст҃л˫а главо. (ϑεία) Там же, 177в; ||=при с. имѩ: да ти оубо именемь б҃ьскы(м)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενήδομαι — ἐνήδομαι (Α) [ήδομαι] χαίρω, αισθάνομαι ηδονή και ευχαρίστηση με κάτι («ταῑς θείαις καλλοναῑς ἐνηδόμενος», Μηναία) … Dictionary of Greek
συναληθεύω — ΝΜΑ (λογ.) (για κρίσεις) αληθεύω συγχρόνως ή επίσης (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν», Αριστοτ.) μσν. λέω κι εγώ την αλήθεια («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα… … Dictionary of Greek
υπεραυγάζω — ΜΑ 1. καταυγάζω με ισχυρότατο φως, ακτινοβολώ πάνω σε κάτι με μεγάλη λαμπρότητα 2. εξαφανίζω το φως κάποιου άλλου με τη δύναμη τού δικού μου φωτός, επισκιάζω μσν. 1. μέσ. ὑπεραυγάζομαι διακρίνω καθαρά 2. παθ. φωτίζομαι («βοηθείας χρήζει ἡ… … Dictionary of Greek
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek
φρυκτωρία — Η συνεννόηση με φρυκτούς (πυρσούς), που χρησίμευε ως ένα είδος οπτικού τηλέγραφου των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για άναμμα φωτιάς σε ψηλά σημεία και βουνοκορφές, ώστε τη νύχτα να φαίνεται η φωτιά και την ημέρα ο καπνός, με διαφορετική σε κάθε… … Dictionary of Greek
ЕПИМАХ НОВЫЙ — [греч. ᾿Επίμαχος; копт. epimayos ] († ок. 250), мч. Александрийский (Пелусийский) (пам. 31 окт., 11 марта перенесение мощей; пам. копт. 14 пашонса (араб. башнас, 9 мая), 3 хатора (араб. хатур, 30 окт.), пам. эфиоп. 14 генбота (9 мая)), пострадал… … Православная энциклопедия
ИОАНН КУЩНИК — Прп. Иоанн Кущник. Миниатюра из Минология Василия II. 1 я четв. XI в. (Vat. gr. 1613. P. 222) Прп. Иоанн Кущник. Миниатюра из Минология Василия II. 1 я четв. XI в. (Vat. gr. 1613. P. 222) [Иоанн Каливит; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Καλυβίτης] (1 я пол. V… … Православная энциклопедия